ὁδοφύλαξ

ὁδοφύλαξ
ὁδο-φύλαξ [pron. full] [ῠ], ᾰκος, ,
A watcher of the roads, Hdt.7.239.
II=ὁδουρός II, Eust. 1445.20.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὁδοφυλάκων — ὁδοφύλαξ watcher of the roads masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοφύλακες — ὁδοφύλαξ watcher of the roads masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οδοφυλακώ — ὁδοφυλακῶ, έω (Μ) [οδοφύλαξ] φυλάγω τον δρόμο, είμαι οδοφύλακας …   Dictionary of Greek

  • οδοφύλακας — ο (ΑΜ ὁδοφύλαξ) ο φύλακας τών οδών, των δρόμων μσν. ληστής που στήνει ενέδρες στους δρόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + φύλαξ, ακος] …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”